- κατέβρεξα
- καταβρέχωdrenchaor ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταβρέχω — κατέβρεξα, καταβράχηκα, καταβρεγμένος, βρέχω κάτι πολύ, το καταμουσκεύω: Μας έπιασε η μπόρα στο δρόμο και καταβραχήκαμε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)